εμπιδίδες

εμπιδίδες
και εμπίδες, οι
οικογένεια δίπτερων εντόμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δραπέτης — ο (θηλ. δραπέτισσα και δραπέτις, η) (AM δραπέτης θηλ. δραπέτις, η) 1. κρατούμενος, φυλακισμένος, δούλος κ.λπ., που έφυγε κρυφά, φυγάς 2. μτφ. αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το καθήκον του νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας ευκνημίδες 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”